Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Μητρικός θηλασμός: πλεονεκτήματα για το μωρό και τη μητέρα







Μητρικός θηλασμός: πλεονεκτήματα για το μωρό και τη μητέρα
Πλεονεκτήματα για το μωρό
Προφύλαξη από αλλεργίες: Ειδικά σε οικογένειες που ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι αλλεργικοί, υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστεί κάποια αλλεργία και στο παιδί. Ήδη, από την εγκυμοσύνη, μπορεί το έμβρυο να ευαισθητοποιηθεί σε κάποιους παράγοντες, που προκαλούν αλλεργίες. Οι πρωτεΐνες που περιέχονται στο γάλα της αγελάδας, ευθύνονται για πολλές αλλεργίες που εμφανίζονται για πρώτη φορά ανάμεσα στον πρώτο και τον έκτο μήνα. Ακόμα και ένα μπουκάλι ξένο γάλα, είναι στους πρώτους έξι μήνες αρκετό για να προκαλέσει μια αλλεργία. Γι’ αυτό το λόγο, ειδικά σε οικογένειες με αλλεργικούς γονείς, ο θηλασμός για τους πρώτους έξι μήνες είναι πολύ σημαντικός.
Προστασία από μολύνσεις: Μέσα στη μήτρα το έμβρυο ζει σε ένα περιβάλλον χωρίς μικρόβια. Μετά τον τοκετό έρχεται ξαφνικά σε επαφή με εκατομμύρια μικροοργανισμούς. Το ευαίσθητο και ανώριμο ακόμα ανοσοποιητικό σύστημα του μωρού, χρειάζεται περίπου ένα χρόνο για να μπορεί από μόνο του να παράγει αρκετά αντισώματα και να προστατεύει αποτελεσματικά τον οργανισμό από μολύνσεις. Aρχικά, το μωρό προστατεύεται από τα αντισώματα που έχει πάρει από τη μητέρα του, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτά όμως, γίνονται με τον καιρό, όλο και λιγότερα . Το μητρικό γάλα και ειδικά το πρωτόγαλα, με τα αντισώματα που περιέχει, είναι το μόνο που γεφυρώνει την ευαίσθητη περίοδο, από τη γέννηση του παιδιού μέχρι τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου. Τα παιδιά που θηλάζουν, πάσχουν πολύ λιγότερο από ασθένειες όπως γαστρεντερίτιδες, μολύνσεις του αναπνευστικού, ωτίτιδες και ουρολοιμώξεις. Δεν είναι τυχαίο, ότι τα παιδιά που θηλάζουν νοσηλεύονται πολύ σπανιότερα στο νοσοκομείο, απ’ ότι αυτά που δεν θηλάζουν.
Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι τα παιδιά που έχουν θηλάσει, έχουν πολύ καλύτερη πνευματική ανάπτυξη. Κατά μέσο όρο, παίρνουν γύρω στους 8,3 βαθμούς παραπάνω στα τεστ νοημοσύνης. Αυτό, έχει να κάνει με την ειδική σύσταση των λιπών του μητρικού γάλακτος, που ευνοεί την ανάπτυξη του εγκεφάλου του μωρού.
Η ψυχική ανάπτυξη του μωρού, επηρεάζεται και αυτή πολύ ουσιαστικά από το θηλασμό. Η σωματική επαφή με τη μητέρα, κάθε άλλο παρά «κακομαθαίνει» το παιδί. Τα παιδιά που έχουν απολαύσει τη σωματική επαφή με τη μητέρα τους κατά το θηλασμό αλλά και γενικότερα, έχουν πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και γίνονται πιο γρήγορα ανεξάρτητα.
Ανάπτυξη των οστών και των μυών του προσώπου, οδοντοφυΐα: Αντίθετα με το μπουκάλι, όπου το γάλα ρέει σχεδόν από μόνο του, ο θηλασμός απαιτεί πιο μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά του μωρού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, να γυμνάζονται καλά οι μύες του προσώπου, πράγμα που έχει μακροχρόνιες επιδράσεις στην ανάπτυξη των οστών, στην οδοντοφυΐα και φυσικά στην ανάπτυξη του λόγου. Επίσης, το γεγονός ότι το μητρικό γάλα δεν περιέχει ζάχαρη, σε αντίθεση με το τροποποιημένο γάλα αγελάδας, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, για την πρόληψη της τερηδόνας.
Το μητρικό γάλα είναι εύπεπτο, η διάσπαση και ο μεταβολισμός του δεν επιβαρύνει τα νεφρά και το συκώτι του μωρού. Τα μωρά που θηλάζονται, έχουν λιγότερους κωλικούς και δερματικούς ερεθισμούς στην περιοχή της πάνας, γιατί το μητρικό γάλα, με την ειδική του σύνθεση, ευνοεί την ανάπτυξη των γαλακτοβακίλλων στο έντερο του μωρού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, το ΡΗ των κοπράνων του παιδιού, να είναι όξινο, πράγμα που δεν ερεθίζει την επιδερμίδα.
Συχνός θηλασμός από την πρώτη στιγμή, μειώνει τον κίνδυνο του νεογνικού ίκτερου.
Είναι αποδεδειγμένο ότι τα μωρά που θηλάζονται κινδυνεύουν πολύ λιγότερο από τον ξαφνικό νεογνικό θάνατο, οι ακριβείς αιτίες του οποίου, δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί .
Ο θηλασμός έχει και πολλά μακροχρόνια πλεονεκτήματα για την υγεία του παιδιού. Έχει αποδειχθεί με επιστημονικές έρευνες, ότι ο θηλασμός προφυλάσσει από την παχυσαρκία, το σακχαρώδη διαβήτη, μερικές μορφές καρκίνου, καρδιοπάθειες και τη σκλήρυνση κατά πλάκας.
Πλεονεκτήματα για την μητέρα

Παλινδρόμηση της μήτρας μετά τον τοκετό. Κατά το θηλασμό παράγονται ορμόνες, που βοηθούν τη μήτρα να «ξανακατέβει» στην αρχική θέση που είχε πριν την εγκυμοσύνη. Αυτό συμβαίνει με τους λεγόμενους υστερόπονους, που μοιάζουν με τους πόνους της περιόδου. Μέσω της καλής σύσπασης της μήτρας, η λεχωίδα χάνει λιγότερο αίμα και το σώμα της επανέρχεται πιο γρήγορα στο κανονικό.
Προστασία από καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών. Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι οι γυναίκες που έχουν θηλάσει έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να νοσήσουν από καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών. Επίσης, οι γυναίκες που έχουν θηλάσει παθαίνουν σε μεγαλύτερες ηλικίες πιο σπάνια, οστεοπόρωση.
Το λίπος, που τυχόν συσσωρεύτηκε στο σώμα στην εγκυμοσύνη, καίγεται πιο γρήγορα και χωρίς να χρειάζεται κάποια δίαιτα.
Το μητρικό γάλα είναι φθηνό, παντού και πάντα διαθέσιμο, στην κατάλληλη σύσταση και θερμοκρασία. Αυτό σημαίνει πολύ λιγότερη δουλειά και ειδικά για το βράδυ, όπου δε χρειάζεται η μητέρα να σηκωθεί και να ετοιμάσει το μπουκάλι παρά μόνο να βάλει το μωρό στο στήθος της.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40





ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40
Οι εγκυμοσύνες στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της γυναίκας αποτελούσαν μέχρι πριν από μερικά χρόνια ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο. Ο τρόπος ζωής όμως των γυναικών, οι ανάγκες τους και οι ρυθμοί άλλαξαν. Καθώς αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας και το προσδόκιμο επιβίωσης, αυξήθηκε παράλληλα και η ηλικία των γυναικών που επιθυμούν εγκυμοσύνη, κάτι βέβαια που έχει θετικά και αρνητικά σημεία.
Ένα από τα θετικά είναι ότι η γυναίκα μετά τα 40 έχει οικονομική ασφάλεια και αναγνωρίζει πιο συνειδητοποιημένα το ρόλο της ως μητέρα. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Epidemiology and Community Health έδειξε πως οι γυναίκες που μένουν έγκυες κοντά στην ηλικία των 40 γεννούν υγιή αλλά και ήρεμα παιδιά. Οι ερευνητές εξηγούν πως οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι γιατί σε αυτήν την ηλικία οι γυναίκες προσέχουν τον εαυτό τους περισσότερο από τις νεότερες εγκύους, ακολουθούν σωστό διατροφικό πρόγραμμα και αποφεύγουν συνήθειες που μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο έμβρυο.
Οι γυναίκες μπορούν να μείνουν έγκυες μέχρι και το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, που κατά μέσον όρο στις δυτικές κοινωνίες είναι τα 50-52 χρόνια. Μια απόλυτα υγιής γυναίκα, η οποία δεν πάσχει από κάποια νόσο που ενδέχεται να επιδεινωθεί στην περίπτωση κύησης, μπορεί αναμφισβήτητα να τεκνοποιήσει με ασφάλεια, μένοντας έγκυος με φυσικό τρόπο ή και με τη βοήθεια μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μετά τα 40. Μέχρι την περίοδο της εμμηνόπαυσης, όσο υπάρχει έμμηνος ρύση το γεννητικό σύστημα δεν μεταβάλλεται, επομένως το μέγεθος της μήτρας δεν αλλάζει. Αυτό σημαίνει πως η μήτρα δεν μπορεί να συμβάλλει αρνητικά στην προσπάθειά σύλληψης ή και να επηρεάσει την εξέλιξη της κύησης. Ελάχιστες είναι οι μελέτες που υποστηρίζουν πως ίσως με το πέρασμα του χρόνου η μήτρα μειώνεται και δεν μπορεί να υποστηρίξει μια εγκυμοσύνη. Οι ωοθήκες πάλι είναι αυτές που με το πέρασμα των χρόνων παρουσιάζουν μορφολογικές, ανατομικές αλλά και λειτουργικές μεταβολές, που τις περισσότερες φορές μπορούν να αποκατασταθούν με την κατάλληλη θεραπεία (χορήγηση ορμονών).
Από την άλλη, με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός παρουσιάζει μια φθορά και, ως φυσιολογική συνέπεια, οι πιθανότητες να εμφανίσουμε κάποια διαταραχή (όπως π.χ. υπέρταση, παχυσαρκία ή διαβήτη) αυξάνονται. Τα προβλήματα αυτά σε μια γυναίκα που δεν είναι έγκυος τις περισσότερες φορές μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Όταν όμως συνδυαστούν με μια εγκυμοσύνη, τότε ο οργανισμός μπορεί να προσαρμοστεί δυσκολότερα στις συνθήκες που προκαλούν αυτές οι νόσοι, με αποτέλεσμα η εγκυμοσύνη να μην μπορεί να υποστηριχθεί και να εξελιχθεί καλά. Για παράδειγμα, κατά την εγκυμοσύνη ο όγκος του αίματός αυξάνεται κατά 40%, κάτι που επιβαρύνει αυτομάτως τη λειτουργία της καρδιάς. Στην περίπτωση πάλι που μια γυναίκα παρουσιάζει υπέρταση, η εγκυμοσύνη μπορεί να την επιδεινώσει και να εμφανιστούν επιπλοκές όπως η προεκλαμψία. Επίσης, εάν η γυναίκα πάσχει από κάποια νεφρική νόσο, ενδέχεται να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κύησης, λόγω της αυξημένης λειτουργίας των νεφρών που παρατηρείται κατά την περίοδο των 9 μηνών. Κάποια προβλήματα κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης εμφανίζονται 6 φορές πιο συχνά σε γυναίκες άνω των 40 απ’ ό,τι στις νεότερες. Βασικότερες από αυτές είναι οι διαταραχές του πλακούντα (π.χ. πρόωρη αποκόλληση πλακούντα, προδρομικός πλακούντας) που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αιμορραγίες. Επιπλέον, προβλήματα των γεννητικών οργάνων που παρουσιάζονται πιο συχνά μετά τα 40, όπως τα ινομυώματα, μπορεί να εμποδίζουν πολλές φορές την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχουν διαφορές σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις που πρέπει να κάνουν οι έγκυες μετά τα 40, εκτός βέβαια εάν η γυναίκα έχει μια συγκεκριμένη πάθηση – σε αυτήν την περίπτωση ο γυναικολόγος συνεργάζεται με τον θεράποντα ιατρό της. Καλό είναι –κάτι που ισχύει για όλες τις έγκυες– να αποφεύγει τις σκληρές δουλειές και να φροντίζει να περιορίζει την έντονη σωματική δραστηριότητα, χωρίς όμως να καθηλώνεται παρά μόνο στην περίπτωση που προκύψει κάποια επιπλοκή.
Σημαντικό ζήτημα είναι αυτό που έχει να κάνει με χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο έμβρυο, όπως το σύνδρομο Down. Είναι γεγονός πως οι πιθανότητες γέννησης παιδιού με σύνδρομο Down αυξάνονται με την πάροδο της ηλικίας της μητέρας. Σήμερα όμως έχουμε στην διάθεσή μας μη επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να προσδιορίσουν τις πιθανότητες γέννησης ενός παιδιού με χρωμοσωμική ανωμαλία και να προσφέρουν στο ζευγάρι την δυνατότητα να επιλέξουν ή όχι την διενέργεια αμνιοπαρακέντησης, μιας επεμβατικής εξέτασης, η οποία δίνει και την οριστική απάντηση.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Υπογονιμότητα, η μάστιγα της εποχής μας:ο γυναικείος παράγοντας.

Υπογονιμότητα, η μάστιγα της εποχής μας:ο γυναικείος παράγοντας.

Στην διερεύνηση και αντιμετώπιση της υπογονιμότητας η αφετηρία μας είναι το ζευγάρι από κοινού. Το ζευγάρι είναι αυτό που θεωρείται υπογόνιμο, παρ΄ όλο που η αιτία ή οι αιτίες έγκεινται στον άνδρα ή τη γυναίκα. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στις αιτίες που έχουν να κάνουν με τη γυναίκα (γυναικείος παράγων) και που ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 40% των περιπτώσεων. Σε ποσοστό 20% η αιτία ανευρίσκεται στον άνδρα, σε 25% και στους δύο ενώ σε ποσοστό 15% περίπου η διερεύνηση αδυνατεί να προσδιορίσει αιτία. Το ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, θεωρείται όμως ότι κυμαίνεται περίπου στο 15%, αριθμός σημαντικά υψηλός. Εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός αυξάνεται, αποτελώντας ένα σημαντικότατο πρόβλημα για τους σύγχρονους νέους.
Η πρακτική είναι να ξεκινάει η διερεύνηση μετά από ένα έτος ελέυθερων επαφών χωρίς σύλληψη. Ωστόσο, ξεκινάμε νωρίτερα όταν η γυναίκα είναι πάνω από 35 ετών ή όταν υπάρχει κάποιο στοιχείο στο ιστορικό του άνδρα ή της γυναίκας που μπορεί να αποτελεί πιθανή αιτία.
Η συχνότερη αιτία υπογονιμότητας στη γυναίκα είναι οι διαταραχές της ανωοθυλακιορρηξίας. Ήδη από το ιστορικό, που είναι το πρώτο βήμα της διερεύνησης, παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες. Κύκλοι 28 εώς 32 ημερών μπορούν να αποκλείσουν με μεγάλη βεβαιότητα διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας. Απεναντίας, κύκλοι μεγαλύτεροι των 40 ημερών αποδεικνύουν με ασφάλεια το αντίθετο. Εάν οι κύκλοι είναι μικρότεροι των 26 ημερών αλλά ρυθμικοί ή είναι μεταξύ 25 εώς 35 ημερών αλλά με διακύμανση μεγαλύτερη των 4 ημερών από κύκλο σε κύκλο, η διαταραχή στην ωοθυλακιορρηξία είναι πιθανή. Σε περίπτωση αβεβαιότητας, ο έλεγχος της προγεστερόνης στο αίμα της γυναίκας στο δεύτερο μισό του κύκλου λύνει το πρόβλημα. Στο 75% των περιπτώσεων ανωοθυλακιορρηξίας η αιτία είναι το Σύνδρομο των Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Οι ανατομικές διαταραχές αποτελούν μία μεγάλη ομάδα αιτιών υπογονιμότητας. Πολύποδες κα συμφύσεις του ενδομητρίου ανιχνεύονται με υστεροσκόπηση ή με απλό υπερηχογράφημα μετά την έγχυση φυσιολογικού ορού στη μήτρα. Ινομυώματα που βρίσκονται σε επαφή με την κοιλότητα της μήτρας κυρίως εμπλέκονται σε αποβολές αλλά και αδυναμία σύλληψης. Η συχνότερη όμως κατηγορία ανατομικών ανωμαλιών είναι οι συμφύσεις και οι στενώσεις των σαλπίγγων. Ανευρίσκονται με την υστεροσαλπιγγογραφία, απλή και ανώδυνη εξέταση. Οι βλάβες αυτές προκαλούνται από φλεγμονές των σαλπίγγων. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: στον τράχηλο της γυναίκας μπορεί να βρεθεί ένα είδος μικροβίων που λέγονται χλαμύδια, χωρίς να προκαλούν συμπτώματα. Το ίδιο σιωπηλά μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονή στις σάλπιγγες με τα αποτελέσματα που προαναφέραμε. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να είμαστε «γενναιόδωροι» στον έλεγχο των χλαμυδίων στον τράχηλο των νέων γυναικών, κάτι που γίνεται με απλή λήψη υγρού και καλλιέργεια.
Οι κυριότερες ενδοκρινολογικές διαταραχές σαν αιτίες υπογονιμότητας είναι η υπερπρολακτιναιμία και οι θυρεοειδοπάθειες. Και οι δύο ανευρίσκονται εύκολα με εξετάσεις αίματος. Τέλος, μία λιγότερη συχνή αιτία υπογονιμότητας είναι οι διαταραχές της τραχηλικής βλέννας.